- ξυνώμοτον
- συνώμοτον , συνώμοτοςleagued by oathmasc/fem acc sgσυνώμοτον , συνώμοτοςleagued by oathneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνώμοτος — ον, ΜΑ, και αττ. τ. ξυνώμοτος, ον, Α το ουδ. ως ουσ. τὸ συνώμοτον η συνωμοσία μσν. (για πράγμ.) αυτός που είναι αποτέλεσμα ένορκης συμφωνίας αρχ. 1. συνδεδεμένος με όρκο, δεσμευμένος με όρκο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ξυνώμοτον σύνδεσμος, ένωση που… … Dictionary of Greek